Φιλόνομος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόνομος — η, ο / φιλόνομος, ον, ΝΜ αυτός που υπακούει πρόθυμα στους νόμους, νομιμόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + νόμος*] … Dictionary of Greek
Φιλονόμου — Φιλόνομος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλονόμῳ — Φιλόνομος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Philonomvs — PHILONŎMVS, i, Gr. Φιλονόμος, ου, (⇒ Tab. XXI.) einer von Elektryons Söhnen und Brüdern der Alkmene, der endlich in dem Gefechte mit seinen Vettern, des Pterelaus Söhnen mit umkam. Apollod. l. II. c. 4. §. 5. 6 … Gründliches mythologisches Lexikon
PHILONOMUS — et Callias, fratres Catanenses. Stobaeus, ex Aeliano, refert, flammas incendii ex Aetna erumpentis miraculose cessisse duobus filiis in humeros sublatos parentes senes efferentibus. Verba adscribam: Πρώτῃ καὶ ὀγδοκοςτῇ Ο᾿λυμπιάδι φασὶ τὴν Αἴτναν… … Hofmann J. Lexicon universale
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
νομοταγής — ές 1. αυτός που υποτάσσεται στις επιταγές τού νόμου, που συμμορφώνεται με τους νόμους, φιλόνομος, νομιμόφρων 2. (κατ επέκτ.) πολίτης με συντηρητικές αρχές 3. φιλήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ταγής (< τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ τάγ ην), πρβλ.… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλονομία — η, Ν [φιλόνομος] νομιμοφροσύνη … Dictionary of Greek